- συγκληρώ
- -όω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α [σύγκληρος]1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῑν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.)2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον4. κάνω κάποιον να συμμετέχει με κλήρο («τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ», Αιλ.)5. μέσ. συγκληροῡμαι, -όομαιμετέχω σε κλήρωση.
Dictionary of Greek. 2013.